- ντροπαλότητα
- η [ντροπαλός]η ντροπαλοσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντροπαλότητα — η βλ. ντροπαλοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισχυντηλία — αἰσχυντηλία, η (Α) [αἰσχυντηλός] αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή … Dictionary of Greek
ντροπαλάδα — η [ντροπαλός] ντροπαλότητα, ντροπαλοσύνη … Dictionary of Greek
σεμνότητα — η / σεμνότης, ητος, ΝΑ [σεμνός] 1. σοβαρότητα, ευπρέπεια, αξιοπρέπεια 2. αιδημοσύνη, ντροπαλότητα αρχ. 1. (σχετικά με θεό) ιερότητα, αγιότητα 2. μεγαλοπρέπεια («ἡ τοῡ τόπου σεμνότης», επιγρ.) 3. (σχετικά με πρόσ.) επισημότητα («παρεχόμενος... ἐν… … Dictionary of Greek
συστολή — η, ΝΜΑ [συστέλλω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση 2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ … Dictionary of Greek
ωρικός — Αρχαία πόλη της ιλλυρικής Αμαντίας στο Ιόνιο πέλαγος, όχι μακριά από τις εκβολές του Αώου ποταμού. Σύμφωνα με την παράδοση Ιδρύθηκε όπως και η Αμαντία, από Ευβοείς, που επέστρεφαν από την Τροία. Πάντως ήταν αρχαιότατη ελληνική πόλη (Hρόδ. 9,90),… … Dictionary of Greek
ντροπαλοσύνη — ντροπαλοσύνη, η και ντροπαλότητα, η η ιδιότητα του ντροπαλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)